- δρακοντόκομος
- δρακοντό-κομος, schlangenhaarig, Giganten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δρακοντόκομος — δρακοντόκομος, ον (Α) αυτός που έχει μαλλιά σαν φίδια … Dictionary of Greek
δρακοντόμαλλος — δρακοντόμαλλος, ον (Α) ο δρακοντόκομος … Dictionary of Greek
κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι … Dictionary of Greek